Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ψευδισόδομος
ψευδοβοήθεια
ψευδοβούνιον
ψευδογαυρόομαι
ψευδογλωττέω
ψευδογραφέω
ψευδογράφημα
ψευδογραφία
ψευδόγραφος
ψευδόδειπνον
ψευδοδιαλεκτικός
ψευδοδιδάσκαλος
ψευδοδίθυροι
ψευδοδίκταμνον
ψευδοδίπτερος
ψευδοδοξέω
ψευδοδοξία
ψευδόδοξος
ψευδοενέδρα
ψευδοεπέω
ψευδοθυρίς
View word page
ψευδοδιαλεκτικός
ψευδο-διαλεκτικός, , όν,
A). pretending to skill in dialectics, Gal. 8.629 .


ShortDef

pretending to skill in dialectics

Debugging

Headword:
ψευδοδιαλεκτικός
Headword (normalized):
ψευδοδιαλεκτικός
Headword (normalized/stripped):
ψευδοδιαλεκτικος
IDX:
115475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-115476
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ψευδο-διαλεκτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pretending to skill in dialectics,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 8.629 </span>.</div> </div><br><br>'}