Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ψεκάζω
ψεκτέον
ψέκτης
ψεκτικός
ψεκτός
ψέλιον
ψέλλιον1
ψελιοποιός
ψελιοφόρος
ψελιόω
ψελίς
ψελλίζω
ψελλινία
ψέλλιον2
ψέλλισμα
ψελλισμός
ψελλιστής
ψελλός
ψελλότης
ψεμμή
ψέξις
View word page
ψελίς
ψελίς,
A). v. ψαλίς.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ψελίς
Headword (normalized):
ψελίς
Headword (normalized/stripped):
ψελις
IDX:
115408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-115409
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ψελίς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ψαλίς.</span> </div> </div><br><br>'}