Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ψεδνότης
ψεδόναι
ψεδυρός
ψεδών
ψεῖ
ψειαί
ψεινάζει
ψείρει
ψείω
ψεκάδιον
ψεκάζω
ψεκτέον
ψέκτης
ψεκτικός
ψεκτός
ψέλιον
ψέλλιον1
ψελιοποιός
ψελιοφόρος
ψελιόω
ψελίς
View word page
ψεκάζω
ψεκάζω, ψεκάς, later forms for ψακ-, q.v.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ψεκάζω
Headword (normalized):
ψεκάζω
Headword (normalized/stripped):
ψεκαζω
IDX:
115398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-115399
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ψεκάζω</span>, <span class="orth greek">ψεκάς</span>, later forms for <span class="foreign greek">ψακ-,</span> q.v.</div><br><br>'}