Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ψεδνός
ψεδνότης
ψεδόναι
ψεδυρός
ψεδών
ψεῖ
ψειαί
ψεινάζει
ψείρει
ψείω
ψεκάδιον
ψεκάζω
ψεκτέον
ψέκτης
ψεκτικός
ψεκτός
ψέλιον
ψέλλιον1
ψελιοποιός
ψελιοφόρος
ψελιόω
View word page
ψεκάδιον
ψεκάδιον [ᾰ],


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ψεκάδιον
Headword (normalized):
ψεκάδιον
Headword (normalized/stripped):
ψεκαδιον
IDX:
115397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-115398
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ψεκάδιον</span> <span class="pron greek">[ᾰ]</span>,</div><br><br>'}