Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ψεδνοκάρηνος
ψεδνόομαι
ψεδνός
ψεδνότης
ψεδόναι
ψεδυρός
ψεδών
ψεῖ
ψειαί
ψεινάζει
ψείρει
ψείω
ψεκάδιον
ψεκάζω
ψεκτέον
ψέκτης
ψεκτικός
ψεκτός
ψέλιον
ψέλλιον1
ψελιοποιός
View word page
ψείρει
ψείρει· φθείρει, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ψείρει
Headword (normalized):
ψείρει
Headword (normalized/stripped):
ψειρει
IDX:
115395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-115396
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ψείρει·</span> <span class="foreign greek">φθείρει,</span> Id.</div><br><br>'}