Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ψέδειν
ψεδνόθριξ
ψεδνοκάρηνος
ψεδνόομαι
ψεδνός
ψεδνότης
ψεδόναι
ψεδυρός
ψεδών
ψεῖ
ψειαί
ψεινάζει
ψείρει
ψείω
ψεκάδιον
ψεκάζω
ψεκτέον
ψέκτης
ψεκτικός
ψεκτός
ψέλιον
View word page
ψειαί
ψειαί,
A). v. ψίαι, ψόα.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ψειαί
Headword (normalized):
ψειαί
Headword (normalized/stripped):
ψειαι
IDX:
115393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-115394
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ψειαί</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ψίαι, ψόα.</span> </div> </div><br><br>'}