Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ψαφαρία
ψαφαρίτης
ψαφαρόθριξ
ψαφαρός
ψαφαρόομαι
ψαφαροχαίτης
ψαφαρόχροος
ψαφερός
ψᾶφιγξ
ψάφιξξις
ψᾶφος
ψάω
ψε
ψέγος
ψέγω1
ψέγω2
ψέδειν
ψεδνόθριξ
ψεδνοκάρηνος
ψεδνόομαι
ψεδνός
View word page
ψᾶφος
ψᾶφος, , Dor. for ψῆφος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ψᾶφος
Headword (normalized):
ψᾶφος
Headword (normalized/stripped):
ψαφος
IDX:
115377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-115378
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ψᾶφος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, Dor. for <span class="foreign greek">ψῆφος.</span> </div><br><br>'}