Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ψάπιγμα
ψάρ
ψάρις
ψαρομαχία
ψάρος
ψαρός
ψαρός
ψαστής
ψᾷστον
ψατᾶσθαι
ψαυγές
ψαυκροπόδης
ψαυκρός
ψαῦος
ψαύριος
ψαῦσις
ψαῦσμα
ψαυστέον
ψαυστός
ψαύω
ψάφα
View word page
ψαυγές
ψαυγές· θορυβῶδες, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ψαυγές
Headword (normalized):
ψαυγές
Headword (normalized/stripped):
ψαυγες
IDX:
115355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-115356
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ψαυγές·</span> <span class="foreign greek">θορυβῶδες,</span> Id.</div><br><br>'}