ψάρ,
ὁ, gen.
ψᾱρός: pl.
ψᾶρες: Ion.
ψήρ,
ψηρός, ψῆρες:—
A). starling, Sturnus vulgaris, ὥς τε ψαρῶν νέφος .. ἠὲ κολοιῶν Il. 17.755 ;
ἴρηκι ἐοικὼς ὠκέϊ, ὅς τ’ ἐφόβησε κολοιούς τε ψῆράς τε 16.583 ;
ψῆρες, dat.
ψήρεσι, Q.S. 8.387 ,
11.218 ;
ψᾶρες Antiph. 302 (anap.),
AP 9.373 ,
Gal. 6.567 ;
Plu. 2.972f mentions their being taught to speak, cf.
Gell. 13.21 (
20 ).
25 .