Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ψαμμίτης
ψαμμῖτις
ψαμμόγεως
ψαμμοδύτης
ψαμμοειδής
ψαμμοκόσιοι
ψάμμος
ψαμμουργία
ψαμμώδης
ψαμμωτός
ψανισμός
ψανός
ψάπιγμα
ψάρ
ψάρις
ψαρομαχία
ψάρος
ψαρός
ψαρός
ψαστής
ψᾷστον
View word page
ψανισμός
ψανισμός·
ναυτιασμός,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ψανισμός
Headword (normalized):
ψανισμός
Headword (normalized/stripped):
ψανισμος
IDX:
115343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-115344
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ψανισμός·</span> <span class="foreign greek">ναυτιασμός,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}