Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ψαμμιαῖος
ψαμμίας
ψάμμινος
ψαμμίον
ψαμμισμός
ψαμμίτης
ψαμμῖτις
ψαμμόγεως
ψαμμοδύτης
ψαμμοειδής
ψαμμοκόσιοι
ψάμμος
ψαμμουργία
ψαμμώδης
ψαμμωτός
ψανισμός
ψανός
ψάπιγμα
ψάρ
ψάρις
ψαρομαχία
View word page
ψαμμοκόσιοι
ψαμμοκόσιοι,
A). v.l. for ψαμμακόσιοι (q. v.), which is to be preferred.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ψαμμοκόσιοι
Headword (normalized):
ψαμμοκόσιοι
Headword (normalized/stripped):
ψαμμοκοσιοι
IDX:
115338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-115339
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ψαμμοκόσιοι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v.l. for <span class="ref greek">ψαμμακόσιοι</span> (q. v.), which is to be preferred.</div> </div><br><br>'}