Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ψαλτός
ψάλτρια
ψαλτῳδέω
ψαλτῳδός
ψαλύγων
ψαμαθηΐς
ψαμαθία
ψαμαθίς
ψάμαθος
ψαμαθώδης
ψάμμα
ψαμμαῖος
ψαμμακόσιοι
ψαμματίζω
ψάμμη
ψάμμητον
ψαμμιαῖος
ψαμμίας
ψάμμινος
ψαμμίον
ψαμμισμός
View word page
ψάμμα
ψάμμα
,
ατος
,
τό
, in pl.
ψάμματα· σπαράγματα,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ψάμμα
Headword (normalized):
ψάμμα
Headword (normalized/stripped):
ψαμμα
IDX:
115322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-115323
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ψάμμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, in pl. <span class="foreign greek">ψάμματα· σπαράγματα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}