Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ψαλμῳδός
ψάλσις
ψαλτήριον
ψάλτης
ψάλτιγξ
ψαλτικός
ψαλτός
ψάλτρια
ψαλτῳδέω
ψαλτῳδός
ψαλύγων
ψαμαθηΐς
ψαμαθία
ψαμαθίς
ψάμαθος
ψαμαθώδης
ψάμμα
ψαμμαῖος
ψαμμακόσιοι
ψαμματίζω
ψάμμη
View word page
ψαλύγων
ψαλύγων· ἔνιοι ψάλυγας τὰς λεγομένας ψυχάς, ἄμεινον. καὶ τοὺς ἀσθενεῖς σπινθῆρας, Hsch. (cf. φεψάλυξ).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ψαλύγων
Headword (normalized):
ψαλύγων
Headword (normalized/stripped):
ψαλυγων
IDX:
115316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-115317
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ψαλύγων·</span> <span class="foreign greek">ἔνιοι ψάλυγας τὰς λεγομένας ψυχάς, ἄμεινον. καὶ τοὺς ἀσθενεῖς σπινθῆρας,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (cf. <span class="foreign greek">φεψάλυξ</span>).</div><br><br>'}