Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ψαλιδόστομος
ψαλιδόω
ψαλίδωμα
ψαλιδωτός
ψαλίζω
ψάλιον
ψαλίς
ψαλισμός
ψαλιστέον
ψαλιστός
ψαλίττεται
ψαλληγενής
ψάλλιον
ψαλλίς
ψαλλός
ψάλλω
ψάλμα
ψαλμίζω
ψαλμός
ψαλμοχαρής
ψαλμῳδία
View word page
ψαλίττεται
ψαλίττεται· ἁμιλλᾶται, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ψαλίττεται
Headword (normalized):
ψαλίττεται
Headword (normalized/stripped):
ψαλιττεται
IDX:
115295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-115296
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ψαλίττεται·</span> <span class="foreign greek">ἁμιλλᾶται,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}