Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ψ
ψάγδαν
ψάγιος
ψάδδα
ψαέναι
ψαθάλλω
ψαθαρός
ψάθεα
ψαθοπλόκος
ψαθύριον
ψαθύρματα
ψαθυρόομαι
ψαθυρός
ψαθυρότης
ψαιδρά
ψαικαλοῦχον
ψαινούζειν
ψαινύθιος
ψαινῦντες
ψαινύσσειν
ψαίρω
View word page
ψαθύρματα
ψαθύρματα·
ἀποκόμματα,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ψαθύρματα
Headword (normalized):
ψαθύρματα
Headword (normalized/stripped):
ψαθυρματα
IDX:
115251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-115252
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ψαθύρματα·</span> <span class="foreign greek">ἀποκόμματα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}