Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
χωροθεσία
χωρμετρέω
χωρμέτρης
χωρμετρία
χωρονομικός
χῶρος
χῶρος
χωροφιλέω
χωροφιλία
χωροφύλαξ
χωρυτός
χῶς
χῶσις
χῶσμα
χωστέον
χωστός
χωστρίς
χῶυ
χωφορέω
χωφόριον
Ψ
View word page
χωρυτός
χωρυτός
,
ὁ
, collat. form of
γωρυτός,
Hsch.
s.h.v.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
χωρυτός
Headword (normalized):
χωρυτός
Headword (normalized/stripped):
χωρυτος
IDX:
115230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-115231
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χωρυτός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, collat. form of <span class="foreign greek">γωρυτός,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.h.v.</div><br><br>'}