Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χωρίζω
χωρικός
χωρίον
χωρίς
χωρίσιμος
χώρισις
χώρισμα
χωρισμός
χωριστέον
χωριστής
χωριστικός
χωριστός
χωρίτης
χωριτικός
χωροβατέω
χωροβάτης
χωρογραφέω
χωρογραφία
χωρογραφικός
χωρόγραφος
χωροθεσία
View word page
χωριστικός
χωρ-ιστικός, , όν,
A). separative, only in Adv. -κῶς, Gal. 19.466 .


ShortDef

separative

Debugging

Headword:
χωριστικός
Headword (normalized):
χωριστικός
Headword (normalized/stripped):
χωριστικος
IDX:
115210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-115211
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χωρ-ιστικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">separative,</span> only in Adv. <span class="foreign greek">-κῶς,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.466 </span>.</div> </div><br><br>'}