χωρικός
χωρ-ικός, ή, όν,(χώρα)
A). rustic, rural, ; 7.8 ἐργάται POxy. 141.5 (vi A. D.), cf. ; in Egypt, 9.13 λειτουργίαι χ., of services rendered in the χώρα, i.e. outside Alexandria (cf. χώρα 11.3 ), OGI 669.34 (i A. D.); χ. βιβλιοθήκη PFlor. 46.1 (ii A. D.).
2). indigenous, κάλαμος PMag.Par. 1.63 ; ἀρτεμισία cj. for χλωρ- (q. v.) ib. 914 ; φῦκος PHolm. 21.45 .