Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπαργυρίζω
ἀπαργυρισμός
ἀπαργυρόω
ἀπαρέγκλιτος
ἀπαρεγχείρητος
ἀπαρέγχυτος
ἀπαρεμπόδιστος
ἀπαρέμφατος
ἀπαρενφύμητος
ἀπαρενόχλητος
ἀπαρές
ἀπαρέσκω
ἀπαρεστός
ἀπαρηγόρητος
ἀπαρήγορος
ἀπαρθένευτος
ἀπάρθενος
ἀπαρθρόομαι
ἀπάρθρωσις
ἀπαριθμέω
ἀπαρίθμησις
View word page
ἀπαρές
ἀπαρές·
ὑγιές,
Hsch.
; cf.
ἀπηρής.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀπαρές
Headword (normalized):
ἀπαρές
Headword (normalized/stripped):
απαρες
IDX:
11519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11520
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπαρές·</span> <span class="foreign greek">ὑγιές,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">ἀπηρής.</span> </div><br><br>'}