Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χωνευτήρ
χωνευτήριον
χωνευτής
χωνευτός
χωνεύω
χώνη
χωνίον
χώννυμι
χῶνον
χῶνος
χῶνος
χώομαι
χώρα
χωράζω
χωραρχία
χωράσμιος
χώραυλος
χωραφιαῖος
χωράφιον
χωρεπίσκοπος
χωρέω
View word page
χῶνος
χῶνος· βουνός, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χῶνος
Headword (normalized):
χῶνος
Headword (normalized/stripped):
χωνος
IDX:
115181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-115182
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χῶνος·</span> <span class="foreign greek">βουνός,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}