Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χώνευμα
χώνευσις
χωνευτήρ
χωνευτήριον
χωνευτής
χωνευτός
χωνεύω
χώνη
χωνίον
χώννυμι
χῶνον
χῶνος
χῶνος
χώομαι
χώρα
χωράζω
χωραρχία
χωράσμιος
χώραυλος
χωραφιαῖος
χωράφιον
View word page
χῶνον
χῶνον, τό,


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χῶνον
Headword (normalized):
χῶνον
Headword (normalized/stripped):
χωνον
IDX:
115179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-115180
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χῶνον</span>, <span class="gen greek">τό</span>,</div><br><br>'}