Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χωματοφύλαξ
χωνεία
χωνεῖον
χώνευμα
χώνευσις
χωνευτήρ
χωνευτήριον
χωνευτής
χωνευτός
χωνεύω
χώνη
χωνίον
χώννυμι
χῶνον
χῶνος
χῶνος
χώομαι
χώρα
χωράζω
χωραρχία
χωράσμιος
View word page
χώνη
χώνη, , contr. fr. χοάνη (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χώνη
Headword (normalized):
χώνη
Headword (normalized/stripped):
χωνη
IDX:
115176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-115177
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χώνη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, contr. fr. <span class="foreign greek">χοάνη</span> (q. v.).</div><br><br>'}