Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
χωλός
χωλότης
χώλωμα
χώλωσις
χῶμα
χωματεκβολεύς
χωματεκβολία
χωματεπείκτης
χωματεπιμελητής
χωματεπιστάτης
χωματεργολάβος
χωματίας
χωματίζω
χωματικός
χωμάτιον
χωματισμός
χωματογραφία
χωματοφύλαξ
χωνεία
χωνεῖον
χώνευμα
View word page
χωματεργολάβος
χωμᾰτ-εργολάβος
[ᾰ]
,
ὁ
,
A).
contractor for construction of dykes,
PFay.
214
(i A. D.).
ShortDef
contractor for construction of dykes
Debugging
Headword:
χωματεργολάβος
Headword (normalized):
χωματεργολάβος
Headword (normalized/stripped):
χωματεργολαβος
IDX:
115159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-115160
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χωμᾰτ-εργολάβος</span> <span class="pron greek">[ᾰ]</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">contractor for construction of dykes,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PFay.</span> 214 </span> (i A. D.).</div> </div><br><br>'}