Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χωλόπους
χωλός
χωλότης
χώλωμα
χώλωσις
χῶμα
χωματεκβολεύς
χωματεκβολία
χωματεπείκτης
χωματεπιμελητής
χωματεπιστάτης
χωματεργολάβος
χωματίας
χωματίζω
χωματικός
χωμάτιον
χωματισμός
χωματογραφία
χωματοφύλαξ
χωνεία
χωνεῖον
View word page
χωματεπιστάτης
χωμᾰτ-επιστάτης [ᾰ], ου, ,
A). overseer of dykes, PPrinceton 72.14 (iii A. D.).


ShortDef

overseer of dykes

Debugging

Headword:
χωματεπιστάτης
Headword (normalized):
χωματεπιστάτης
Headword (normalized/stripped):
χωματεπιστατης
IDX:
115158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-115159
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χωμᾰτ-επιστάτης</span> <span class="pron greek">[ᾰ]</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">overseer of dykes, PPrinceton</span> <span class="bibl"> 72.14 </span> (iii A. D.).</div> </div><br><br>'}