Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
χωλοποιός
χωλόπους
χωλός
χωλότης
χώλωμα
χώλωσις
χῶμα
χωματεκβολεύς
χωματεκβολία
χωματεπείκτης
χωματεπιμελητής
χωματεπιστάτης
χωματεργολάβος
χωματίας
χωματίζω
χωματικός
χωμάτιον
χωματισμός
χωματογραφία
χωματοφύλαξ
χωνεία
View word page
χωματεπιμελητής
χωμᾰτ-επιμελητής
,
οῦ
,
ὁ
,
A).
overseer of dykes
,
BGU
12.11
(ii A. D.), etc.
ShortDef
overseer of dykes
Debugging
Headword:
χωματεπιμελητής
Headword (normalized):
χωματεπιμελητής
Headword (normalized/stripped):
χωματεπιμελητης
IDX:
115157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-115158
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χωμᾰτ-επιμελητής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">overseer of dykes</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 12.11 </span> (ii A. D.), etc.</div> </div><br><br>'}