Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χωλοκράββατον
χωλόομαι
χωλοποιός
χωλόπους
χωλός
χωλότης
χώλωμα
χώλωσις
χῶμα
χωματεκβολεύς
χωματεκβολία
χωματεπείκτης
χωματεπιμελητής
χωματεπιστάτης
χωματεργολάβος
χωματίας
χωματίζω
χωματικός
χωμάτιον
χωματισμός
χωματογραφία
View word page
χωματεκβολία
χωμᾰτ-εκβολία, ,
A). supervision of dykes, PRyl. 90.17 (iii A. D.).


ShortDef

supervision of dykes

Debugging

Headword:
χωματεκβολία
Headword (normalized):
χωματεκβολία
Headword (normalized/stripped):
χωματεκβολια
IDX:
115155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-115156
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χωμᾰτ-εκβολία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">supervision of dykes,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PRyl.</span> 90.17 </span> (iii A. D.).</div> </div><br><br>'}