Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χυτρεύς
χυτρεψός
χυτρίδιον
χυτρίζω
χυτρικός
χυτρίνδα
χύτρινος
χυτρῖνος
χυτρίον
χυτρίς
χυτρίσκη
χυτρισμός
χυτρίτης
χυτρόγαυλος
χυτροειδής
χυτροπλάθος
χυτρόπους
χυτροπώλης
χυτροπώλιον
χύτρος
χυτροτομέω
View word page
χυτρίσκη
χυτρ-ίσκη, Dim. of χύτρα, PHolm. 6.28 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χυτρίσκη
Headword (normalized):
χυτρίσκη
Headword (normalized/stripped):
χυτρισκη
IDX:
115122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-115123
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χυτρ-ίσκη</span>, Dim. of <span class="foreign greek">χύτρα,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PHolm.</span> 6.28 </span>.</div><br><br>'}