χυτλάζω
χυτλ-άζω,
A). anoint one after bathing, ap. ( Pass.), cf. ; cf. 19.155 χύτλον 2 .
2). metaph., throw carelessly down, τὰ γόνατ’ ἔκτεινε καὶ γυμναστικῶς χύτλασον σεαυτὸν ἐν τοῖς στρώμασιν V. 1213 , ubi v. Sch.