Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
χρωτίδιον
χρωτίζω
χυδαΐζομαι
χυδαιολογία
χυδαῖος
χυδαιότης
χυδαιόω
χυδαϊστί
χυδανός
χύδην
χυθρίδιον
χυλάριον
χυλιάζω
χυλίζω
χύλισμα
χυλισμός
χυλιστά
χυλοειδής
χυλοποιέω
χυλός
χυλόω
View word page
χυθρίδιον
χυθρίδιον
,
χυθρίς
,
A).
v.
χυτρίδιον, χυτρίς.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
χυθρίδιον
Headword (normalized):
χυθρίδιον
Headword (normalized/stripped):
χυθριδιον
IDX:
115070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-115071
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χυθρίδιον</span>, <span class="orth greek">χυθρίς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">χυτρίδιον, χυτρίς.</span> </div> </div><br><br>'}