Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπαράτατος
ἀπαρατήρητος
ἀπαράτιλτος
ἀπαράτρεπτος
ἀπάραυξος
ἀπαράφθορος
ἀπαραφύλακτος
ἀπαραχάρακτος
ἀπαράχυτος
ἀπαραχώρητος
ἀπάρβολος
ἀπαργία
ἄπαργμα
ἀπαργυρίζω
ἀπαργυρισμός
ἀπαργυρόω
ἀπαρέγκλιτος
ἀπαρεγχείρητος
ἀπαρέγχυτος
ἀπαρεμπόδιστος
ἀπαρέμφατος
View word page
ἀπάρβολος
ἀπάρβολος,
A). v. ἀπαράβολος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπάρβολος
Headword (normalized):
ἀπάρβολος
Headword (normalized/stripped):
απαρβολος
IDX:
11506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11507
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπάρβολος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀπαράβολος.</span> </div> </div><br><br>'}