Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χρυσωρυχεῖον
χρυσωρυχέω
χρυσωρυχίτης
χρυσώρυχος
χρύσωσις
χρυσωτής
χρυσωτός
χρυσώτρια
χρυσώψ
χρυτταῖος
χρῷ
χρῴζω
χρῶμα
χρωματίζω
χρωματικός
χρωμάτινος
χρωμάτιον
χρωματισμός
χρωματοποιία
χρωματοπώλης
χρωματουργία
View word page
χρῷ
χρῷ, heterocl. dat. of χρώς (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χρῷ
Headword (normalized):
χρῷ
Headword (normalized/stripped):
χρω
IDX:
115043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-115044
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χρῷ</span>, heterocl. dat. of <span class="foreign greek">χρώς</span> (q.v.).</div><br><br>'}