Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀβλάστητος
ἄβλαυτος
ἀβλεμής
ἀβλεννής
ἀβλεπτέω
ἀβλεπτῆ
ἀβλέπτημα
ἄβλεπτος
ἀβλέφαρος
ἀβλεψία
ἄβληρα
ἀβλής
ἀβλήτηρες
ἄβλητος
ἀβληχής
ἀβληχρής
ἀβληχρός
ἀβλοπές
ἀβοαί
ἀβοατί
ἀβοηθησία
View word page
ἄβληρα
ἄβληρα
, i.e.
ἄvληρα,
for
αὔληρα, εὔληρα
(q. v.),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἄβληρα
Headword (normalized):
ἄβληρα
Headword (normalized/stripped):
αβληρα
IDX:
114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-115
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄβληρα</span>, i.e. <span class="foreign greek">ἄvληρα,</span> for <span class="foreign greek">αὔληρα, εὔληρα</span> (q. v.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}