Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χρυσότερος
χρυσότευκτος
χρυσοτευχής
χρυσοτόκος
χρυσότοξος
χρυσοτόρευτος
χρυσοτριαίνης
χρυσοτρίαινος
χρυσότυπος
χρυσούατος
χρυσοϋποδέκτης
χρυσουργεῖον
χρυσουργέω
χρυσουργός
χρυσοῦς
χρυσοϋφής
χρυσοφάεννος
χρυσοφαής
χρυσοφάλαρος
χρυσοφανής
χρυσόφαντος
View word page
χρυσοϋποδέκτης
χρῡσοϋποδέκτης, ου, ,
A). = χρυσυποδέκτης , PFlor. 11.5 (vi A. D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χρυσοϋποδέκτης
Headword (normalized):
χρυσοϋποδέκτης
Headword (normalized/stripped):
χρυσουποδεκτης
IDX:
114989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114990
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χρῡσοϋποδέκτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">χρυσυποδέκτης</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PFlor.</span> 11.5 </span> (vi A. D.).</div> </div><br><br>'}