Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χρυσοπράσιος
χρυσόπρασος
χρυσοπρεπώδης
χρυσοπρόσωπος
χρυσόπρυμνος
χρυσόπρῳρος
χρύσοπτα
χρυσοπτερος
χρυσοπτέρυγος
χρυσοπώλης
χρυσοραγές
χρυσορανίς
χρυσόραπις
χρυσορόης
χρυσόροφος
χρυσόρραβδος
χρυσορραγής
χρυσόρραπις
χρυσορρήμων
χρυσορρόης
χρυσόρρυτος
View word page
χρυσοραγές
χρῡσο-ραγές· χρυσοβαφές, Hsch. (cf. ῥέζω (B), ῥογεύς).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χρυσοραγές
Headword (normalized):
χρυσοραγές
Headword (normalized/stripped):
χρυσοραγες
IDX:
114949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114950
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χρῡσο-ραγές·</span> <span class="foreign greek">χρυσοβαφές,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (cf. <span class="foreign greek">ῥέζω</span> (B), <span class="foreign greek">ῥογεύς</span>).</div><br><br>'}