Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
χρυσοπλόκαμος
χρύσοπλος
χρυσοπλύσιον
χρυσοποιία
χρυσοποίκιλος
χρυσοποίκιλτος
χρυσοποιός
χρυσόποκος
χρυσόπολις
χρυσόπους
χρυσοπράσιος
χρυσόπρασος
χρυσοπρεπώδης
χρυσοπρόσωπος
χρυσόπρυμνος
χρυσόπρῳρος
χρύσοπτα
χρυσοπτερος
χρυσοπτέρυγος
χρυσοπώλης
χρυσοραγές
View word page
χρυσοπράσιος
χρῡσο-πράσιος
[ᾰ]
λίθος,
= sq.,
PHolm.
11.10
;
-ίου
(perh. neut.)
ποίησις
ib.
5
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
χρυσοπράσιος
Headword (normalized):
χρυσοπράσιος
Headword (normalized/stripped):
χρυσοπρασιος
IDX:
114939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114940
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χρῡσο-πράσιος</span> <span class="pron greek">[ᾰ]</span> <span class="foreign greek"> λίθος, </span> = sq., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PHolm.</span> 11.10 </span>; <span class="foreign greek">-ίου</span> (perh. neut.) <span class="foreign greek">ποίησις</span> ib.<span class="bibl"> 5 </span>.</div><br><br>'}