Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπαράομαι
ἀπαράπειστος
ἀπαραπόδιστος
ἀπαραποιήτως
ἀπαρασήμαντος
ἀπαρασημείωτος
ἀπαράσημος
ἀπαρασκευασία
ἀπαρασκεύαστος
ἀπαράσκευος
ἀπαράστατος
ἀπαράσσω
ἀπαρασχημάτιστος
ἀπαράτατος
ἀπαρατήρητος
ἀπαράτιλτος
ἀπαράτρεπτος
ἀπάραυξος
ἀπαράφθορος
ἀπαραφύλακτος
ἀπαραχάρακτος
View word page
ἀπαράστατος
ἀπαρά-στᾰτος, ον,
A). not having appeared in person, PLond. 2.260.128 (i A. D.).


ShortDef

not having appeared in person

Debugging

Headword:
ἀπαράστατος
Headword (normalized):
ἀπαράστατος
Headword (normalized/stripped):
απαραστατος
IDX:
11493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11494
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπαρά-στᾰτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">not having appeared in person,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PLond.</span> 2.260.128 </span> (i A. D.).</div> </div><br><br>'}