Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπαραμίλλητος
ἀπαράμονος
ἀπαραμύθητος
ἀπαράμυθος
ἀπαράντινα
ἀπαράομαι
ἀπαράπειστος
ἀπαραπόδιστος
ἀπαραποιήτως
ἀπαρασήμαντος
ἀπαρασημείωτος
ἀπαράσημος
ἀπαρασκευασία
ἀπαρασκεύαστος
ἀπαράσκευος
ἀπαράστατος
ἀπαράσσω
ἀπαρασχημάτιστος
ἀπαράτατος
ἀπαρατήρητος
ἀπαράτιλτος
View word page
ἀπαρασημείωτος
ἀπαρα-σημείωτος, ον, = foreg., Dsc. Prooem. 1 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπαρασημείωτος
Headword (normalized):
ἀπαρασημείωτος
Headword (normalized/stripped):
απαρασημειωτος
IDX:
11488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11489
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπαρα-σημείωτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Prooem.</span> 1 </span>.</div><br><br>'}