Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπαράλυτος
ἀπαραμιγής
ἀπαραμίλλητος
ἀπαράμονος
ἀπαραμύθητος
ἀπαράμυθος
ἀπαράντινα
ἀπαράομαι
ἀπαράπειστος
ἀπαραπόδιστος
ἀπαραποιήτως
ἀπαρασήμαντος
ἀπαρασημείωτος
ἀπαράσημος
ἀπαρασκευασία
ἀπαρασκεύαστος
ἀπαράσκευος
ἀπαράστατος
ἀπαράσσω
ἀπαρασχημάτιστος
ἀπαράτατος
View word page
ἀπαραποιήτως
ἀπαραποιήτως· ἀπλάστως, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπαραποιήτως
Headword (normalized):
ἀπαραποιήτως
Headword (normalized/stripped):
απαραποιητως
IDX:
11486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11487
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπαραποιήτως·</span> <span class="foreign greek">ἀπλάστως,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}