Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπαραλλαξία
ἀπαραλόγιστος
ἀπαράλογος
ἀπαράλυτος
ἀπαραμιγής
ἀπαραμίλλητος
ἀπαράμονος
ἀπαραμύθητος
ἀπαράμυθος
ἀπαράντινα
ἀπαράομαι
ἀπαράπειστος
ἀπαραπόδιστος
ἀπαραποιήτως
ἀπαρασήμαντος
ἀπαρασημείωτος
ἀπαράσημος
ἀπαρασκευασία
ἀπαρασκεύαστος
ἀπαράσκευος
ἀπαράστατος
View word page
ἀπαράομαι
ἀπᾰράομαι,
A). propitiate, τοῖς θεοῖς Mim. in POxy. 413vii 133 .


ShortDef

propitiate

Debugging

Headword:
ἀπαράομαι
Headword (normalized):
ἀπαράομαι
Headword (normalized/stripped):
απαραομαι
IDX:
11483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11484
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπᾰράομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">propitiate,</span> <span class="foreign greek">τοῖς θεοῖς</span> Mim. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 413vii 133 </span>.</div> </div><br><br>'}