Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χρυσίδιον
χρυσίζω
χρυσικός
χρύσινος
χρυσίον
χρυσιοπλύσιον
χρυσίππειος
χρυσίς
χρυσίσκηπτρον
χρυσίτης
χρυσοβάλανος
χρυσοβαφής
χρυσοβήρυλλος
χρυσοβόστρυχος
χρυσόβωλος
χρυσογέως
χρυσόγλυφος
χρυσόγλωσσος
χρυσόγονον
χρυσόγονος
χρυσογραφής
View word page
χρυσοβάλανος
χρῡσο-βάλᾰνος [βᾰ], ,
A). = βάλανος μυρεψική , Gal. 13.147 , 155 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χρυσοβάλανος
Headword (normalized):
χρυσοβάλανος
Headword (normalized/stripped):
χρυσοβαλανος
IDX:
114838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114839
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χρῡσο-βάλᾰνος</span> <span class="pron greek">[βᾰ]</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">βάλανος μυρεψική</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 13.147 </span>, <span class="bibl"> 155 </span>.</div> </div><br><br>'}