χρυσίτης
χρῡσίτης [ῑ], ου, ὁ, mostly in fem. χρυσῖτις, ιδος,
A). like gold, containing gold, ηάμμος χρυσῖτις , 3.102 ; 3.2.8 λίθος IG 22.1424 a. 254 ; χ. σποδός a yellow powder used for the eyes, Mul. 1.103 ; χ. γῆ ; 12.184 χρυσῖτις alone, a form of λιθάργυρος, . 5.87
II). ἡ χ. gold-dust or ore, . 2.526b
3). = χρυσοκόμη , . 4.55