Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χρυσεομίτρης
χρυσεόνωτος
χρυσεοπήληξ
χρυσεοπήνητος
χρυσεόπλοκος
χρυσεόρρυτος
χρύσεος
χρυσεοσάμβαλος
χρυσεοσάνδαλος
χρυσεόσκαπτρος
χρυσεοστέφανος
χρυσεόστολμος
χρυσεόστολος
χρυσεόταρσος
χρυσεότευκτος
χρυσεοφεγγής
χρυσεργής
χρυσεργός
χρυσευτική
χρυσεψητής
χρυσήγορος
View word page
χρυσεοστέφανος
χρῡσεο-στέφᾰνος, ον,
A). f.l. for χρυσοστέφανος (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χρυσεοστέφανος
Headword (normalized):
χρυσεοστέφανος
Headword (normalized/stripped):
χρυσεοστεφανος
IDX:
114810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114811
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χρῡσεο-στέφᾰνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">χρυσοστέφανος</span> (q. v.).</div> </div><br><br>'}