Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
χρυσένδετος
χρυσεοβόστρυχος
χρυσεόδμητος
χρυσεόδους
χρυσεόκμητος
χρυσεοκόλλητος
χρυσεοκόμης
χρυσεόκυκλος
χρυσεόμαλλος
χρυσεομίτρης
χρυσεόνωτος
χρυσεοπήληξ
χρυσεοπήνητος
χρυσεόπλοκος
χρυσεόρρυτος
χρύσεος
χρυσεοσάμβαλος
χρυσεοσάνδαλος
χρυσεόσκαπτρος
χρυσεοστέφανος
χρυσεόστολμος
View word page
χρυσεόνωτος
χρῡσεό-νωτος
,
ον
,
A).
=
χρυσόνωτος, ἀσπίς
E.
Fr.
159
(lyr.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
χρυσεόνωτος
Headword (normalized):
χρυσεόνωτος
Headword (normalized/stripped):
χρυσεονωτος
IDX:
114801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114802
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χρῡσεό-νωτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">χρυσόνωτος, ἀσπίς</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">E.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 159 </span> (lyr.).</div> </div><br><br>'}