Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χρυσεκλέκτης
χρυσελεφαντήλεκτρος
χρυσελεφάντινος
χρυσέμβολος
χρυσέμπαικτος
χρυσένδετος
χρυσεοβόστρυχος
χρυσεόδμητος
χρυσεόδους
χρυσεόκμητος
χρυσεοκόλλητος
χρυσεοκόμης
χρυσεόκυκλος
χρυσεόμαλλος
χρυσεομίτρης
χρυσεόνωτος
χρυσεοπήληξ
χρυσεοπήνητος
χρυσεόπλοκος
χρυσεόρρυτος
χρύσεος
View word page
χρυσεοκόλλητος
χρῡσεο-κόλλητος, ον,
A). = χρυσοκόλλητος , Paul.Sil. Ambo 159 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χρυσεοκόλλητος
Headword (normalized):
χρυσεοκόλλητος
Headword (normalized/stripped):
χρυσεοκολλητος
IDX:
114796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114797
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χρῡσεο-κόλλητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">χρυσοκόλλητος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Paul.Sil.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ambo</span> 159 </span>.</div> </div><br><br>'}