Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χρύσειος
χρυσεκλέκτης
χρυσελεφαντήλεκτρος
χρυσελεφάντινος
χρυσέμβολος
χρυσέμπαικτος
χρυσένδετος
χρυσεοβόστρυχος
χρυσεόδμητος
χρυσεόδους
χρυσεόκμητος
χρυσεοκόλλητος
χρυσεοκόμης
χρυσεόκυκλος
χρυσεόμαλλος
χρυσεομίτρης
χρυσεόνωτος
χρυσεοπήληξ
χρυσεοπήνητος
χρυσεόπλοκος
χρυσεόρρυτος
View word page
χρυσεόκμητος
χρῡσεό-κμητος, ον,
A). v. χρυσεόδμητος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χρυσεόκμητος
Headword (normalized):
χρυσεόκμητος
Headword (normalized/stripped):
χρυσεοκμητος
IDX:
114795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114796
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χρῡσεό-κμητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">χρυσεόδμητος.</span> </div> </div><br><br>'}