Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπάρακτος
ἀπαράλειπτος
ἀπαράλεκτος
ἀπαραλήκτως
ἀπαράλλακτος
ἀπαραλλαξία
ἀπαραλόγιστος
ἀπαράλογος
ἀπαράλυτος
ἀπαραμιγής
ἀπαραμίλλητος
ἀπαράμονος
ἀπαραμύθητος
ἀπαράμυθος
ἀπαράντινα
ἀπαράομαι
ἀπαράπειστος
ἀπαραπόδιστος
ἀπαραποιήτως
ἀπαρασήμαντος
ἀπαρασημείωτος
View word page
ἀπαραμίλλητος
ἀπαρᾰμίλλητος, ον,
A). unrivalled, J. AJ 8.7.3 .


ShortDef

unrivalled

Debugging

Headword:
ἀπαραμίλλητος
Headword (normalized):
ἀπαραμίλλητος
Headword (normalized/stripped):
απαραμιλλητος
IDX:
11478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11479
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπαρᾰμίλλητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">unrivalled,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg001.perseus-grc1:8:7:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg001.perseus-grc1:8:7:3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">J.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">AJ</span> 8.7.3 </a>.</div> </div><br><br>'}