Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χρυσαττικός
χρυσαύγεια
χρυσαυγέω
χρυσαυγής
χρυσαυγίζω
χρυσάφιον
χρύσαφος
χρυσάωρ
χρυσεγχής
χρυσεῖον
χρύσειος
χρυσεκλέκτης
χρυσελεφαντήλεκτρος
χρυσελεφάντινος
χρυσέμβολος
χρυσέμπαικτος
χρυσένδετος
χρυσεοβόστρυχος
χρυσεόδμητος
χρυσεόδους
χρυσεόκμητος
View word page
χρύσειος
χρύσειος [ῡ], η, ον, Ep. for χρύσεος (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χρύσειος
Headword (normalized):
χρύσειος
Headword (normalized/stripped):
χρυσειος
IDX:
114785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114786
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χρύσειος</span> <span class="pron greek">[ῡ]</span>, <span class="itype greek">η</span>, <span class="itype greek">ον</span>, Ep. for <span class="foreign greek">χρύσεος</span> (q. v.).</div><br><br>'}