Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπαρακολούθητος
ἀπαρακόντιστος
ἀπάρακτος
ἀπαράλειπτος
ἀπαράλεκτος
ἀπαραλήκτως
ἀπαράλλακτος
ἀπαραλλαξία
ἀπαραλόγιστος
ἀπαράλογος
ἀπαράλυτος
ἀπαραμιγής
ἀπαραμίλλητος
ἀπαράμονος
ἀπαραμύθητος
ἀπαράμυθος
ἀπαράντινα
ἀπαράομαι
ἀπαράπειστος
ἀπαραπόδιστος
ἀπαραποιήτως
View word page
ἀπαράλυτος
ἀπαρά-λῠτος,
A). irrevocable, λόγος PGrenf. 1.60.31 (vi A. D.).


ShortDef

irrevocable

Debugging

Headword:
ἀπαράλυτος
Headword (normalized):
ἀπαράλυτος
Headword (normalized/stripped):
απαραλυτος
IDX:
11476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11477
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπαρά-λῠτος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">irrevocable,</span> <span class="quote greek">λόγος</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PGrenf.</span> 1.60.31 </span> (vi A. D.).</div> </div><br><br>'}