Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χρονογραφέω
χρονογραφία
χρονόγραφος
χρονοκρατεω
χρονοκράτωρ
χρονολάβον
χρόνος
χρονοτριβέω
χρονουλκέω
χρονόω
χροός
χροτιή
χρούστη
χρυσάετος
χρύσαιγις
χρυσαΐζω
χρυσαϊκόν
χρυσάκτιν
χρυσαλάκατος
χρυσαλλίς
χρύσαμμος
View word page
χροός
χροός,
A). v. χρώς.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χροός
Headword (normalized):
χροός
Headword (normalized/stripped):
χροος
IDX:
114747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114748
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χροός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">χρώς.</span> </div> </div><br><br>'}