Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χριστιανός
χριστός
χρίω
χρόα1
χρόα2
χροάζω
χροανθές
χροιά
χροΐζω
χρόϊσις
χροϊσμός
χρόμαδος
χρόμη
χρόμις
χρονίζω
χρονικός
χρονιόομαι
χρόνιος
χρονιότης
χρονίσκος
χρονισμός
View word page
χροϊσμός
χρο-ϊσμός, ,
A). coloratura, ib.


ShortDef

coloratura

Debugging

Headword:
χροϊσμός
Headword (normalized):
χροϊσμός
Headword (normalized/stripped):
χροισμος
IDX:
114724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-114725
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χρο-ϊσμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">coloratura,</span> ib.</div> </div><br><br>'}